- κατανικᾷ
- κατανικάωpres subj mp 2nd sgκατανικάωpres ind mp 2nd sg (epic)κατανικάωpres subj act 3rd sgκατανικάωpres ind act 3rd sg (epic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
έχω — (I) (ΑΜ ἔχω) 1. κρατώ κάτι στα χέρια μου, είμαι ο κάτοχος (κύριος, ιδιοκτήτης) ενός πράγματος («έχει σπίτια και κτήματα») 2. (για προσωπική κράτηση) κρατώ, φυλάω («τόν έχουν μέσα» ή «τόν έχουν στη φυλακή») 3. (για δήλωση συγγενικού δεσμού ή άλλης … Dictionary of Greek
βοοδμητήρ — ( ῆρος), ο (Α) φρ. «βοοδμητήρ λέων» το λιοντάρι που δαμάζει, που κατανικά τα βόδια. [ΕΤΥΜΟΛ. < βους (βοός) + δμητήρ «δαμαστής» < (θ.) δμη (πρβλ. δάμνημι «δαμάζω»)] … Dictionary of Greek
δάμνημι — (Α) 1. δαμάζω, καταβάλλω (α. «δάμνησι στίχας ἀνδρῶν» κατανικά τις σειρές των πολεμιστών β. «αλλά με χεῑμα δάμναται» αλλά μέ καταβάλλει η κακοκαιρία) 2. (μτχ. θηλ. ενεστ. ως ουσ.) δαμναμένη, η α) το φυτό κατανάγκη, ορνιθόπους β) το φυτό κήμος,… … Dictionary of Greek
εχθρελέγκτης — ἐχθρελέγκτης, ὁ (Μ) αυτός που ελέγχει, που κατανικά τους εχθρούς. [ΕΤΥΜΟΛ. < εχθρός + ελεγκ τής (< ελέγχω)] … Dictionary of Greek
κάταγμα — Κάθε απροσδόκητη λύση της συνέχειας ενός οστού ή χόνδρου, οφειλόμενη στην ενέργεια μιας δύναμης (βίας) από χτύπημα ή πτώση, η οποία κατανικά την αντίσταση και την ελαστικότητα του οστού. Τα κ. διακρίνονται σε τραυματικά (που οφείλονται σε… … Dictionary of Greek
παμβίας — παμβίας, ου, ὁ (Α) αυτός που κατανικά τα πάντα («παμβίᾳ κεραυνῷ», Πίνδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < παν * + βία (πρβλ. κρατησι βίας)] … Dictionary of Greek
κατανικᾶν — κατανικάω pres part act masc voc sg (doric aeolic) κατανικάω pres part act neut nom/voc/acc sg (doric aeolic) κατανικάω pres part act masc nom sg (doric aeolic) κατανικᾶ̱ν , κατανικάω pres inf act (epic doric) κατανικάω pres inf act (attic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)